χρυσοστομικός

χρυσοστομικός
-ή, -ό / χρυσοστομικός, -ή, -όν, ΝΜ [Χρυσόστομος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ιωάννη Χρυσόστομο («ῥήσεις χρυσοστομικαί», Θεοφύλ. Σ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χρυσοστομικόν
ο κώδικας που περιέχει τα συγγράμματα τού Ιωάννη Χρυσοστόμου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χρυσοστομικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο: Αυτή είναι χρυσοστομική έκφραση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”